- χρυσοπρόσωπος
- -ον, Α(ως επίθ. τού ήλιου) αυτός που έχει χρυσό πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. χαλκο-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοπρόσωπος — goldenfaced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek